- περιστείνω
- περιστείνω, [dialect] Ep. for περιστένω (A).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιστείνω — Α βλ. περιστένω … Dictionary of Greek
περιστένω — και επικ. τ. περιστείνω και περιστένομαι και περιστείνομαι Α 1. στενάζω για κάτι γύρω γύρω ή αντηχώ, αντιλαλώ ολόγυρα («περιστένει οὔρεος ἠχώ», Ύμν. Πάν.) 2. στενοχωρώ («περιστένεται δὲ τε γαστήρ» στενοχωρείται, βαραίνει το στομάχι [από την… … Dictionary of Greek